- βαλλωτή
- βαλλωτή, ἡ,A black horehound, Ballota nigra, Dsc.3.103.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βαλλωτῇ — βαλλωτή black horehound fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλλωτή — black horehound fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλλωτή — η (Α βαλλωτή) πολυετής πόα, δύσοσμη, με κόκκινα άνθη, βρομόχορτο, πιπερίτσα νεοελλ. ονομασία διαφόρων φυτών Αγγειόσπερμων, Σωληνανθών, από τα οποία γνωστότερο είναι η βαλλωτή η κρατηροειδής, λουμινιά, λυχναράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] … Dictionary of Greek
βαλλωτῆς — βαλλωτή black horehound fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαλλωτήν — βαλλωτή black horehound fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεμοφωλιά — η ονομασία του φυτού βαλλωτή η κρατηρόμορφος, αγκαρεθιά … Dictionary of Greek
λουμίνι — το 1. φιτίλι καντηλιού 2. ο κάλυκας τού φυτού βαλλωτή, ο οποίος χρησιμοποιούνταν ως φιτίλι καντηλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. lumin] … Dictionary of Greek
λυχνίτις — λυχνῑτις, ιδος, ἡ (Α) 1. το φυτό βαλλωτή 2. το φυτό φλομίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + επίθημα ῖτις (πρβλ. λιμεν ίτις, τοξ ίτις)] … Dictionary of Greek
λυχναράκι — το [λυχνάρι] 1. μικρό λυχνάρι 2. κοινή ονομασία ενός είδους τού γένους βαλλωτή … Dictionary of Greek
μελαμπράσιον — μελαμπράσιον, τὸ (Α) (κατά τον Διοσκουρίδη) το ποώδες φυτό βαλλωτή η μέλαινα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + πράσιον (< πράσον)] … Dictionary of Greek
νωθουρίς — νωθουρίς, ίδος, ἡ (Α) το φυτό βαλλωτή. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνθ. τού νωθής «ατάραχος, ήρεμος» + οὐρά. Το φυτό ονομάστηκε έτσι λόγω της φαινομενικής ακινησίας τών κλάδων του] … Dictionary of Greek